- δισκεκτομή
- Χειρουργική επέμβαση που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της ρήξης δίσκου στη σπονδυλική στήλη, η οποία προκαλεί πόνους, όταν πιεστεί κάποιο σπονδυλικό νεύρο ή η ρίζα του. Γίνεται με μια τομή στο δέρμα και στους ιστούς πάνω από τον δίσκο. Με τη χρήση χειρουργικού μικροσκοπίου και ειδικών οργάνων, αφαιρούνται τα προεξέχοντα τμήματα του δίσκου. Η εγχείρηση αφήνει μία μικρή ουλή και ο ασθενής παραμένει για ολιγοήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο.
Dictionary of Greek. 2013.